- φτηναίνω
- (αόρ. φτήνυνα) 1. μετ. удешевлять; уценивать;2. αμετ. дешеветь; уцениваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτηναίνω — φτηναίνω, φτήνυνα βλ. πίν. 47 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτηναίνω — και φθηναίνω Ν [φτηνός / φθηνός] 1. (μτβ.) κατεβάζω τις τιμές εμπορευμάτων, υποτιμώ 2. (αμτβ.) γίνομαι φτηνότερος 3. μτφ. γίνομαι ευτελής, ξεπέφτω … Dictionary of Greek
φτηναίνω — φτήνυνα 1. μτβ., κάνω κάτι φτηνό, του κατεβάζω την τιμή, το υποτιμώ: Θα φτηνύνουν τις ντομάτες. 2. αμτβ., γίνομαι φτηνός, πέφτω σε τιμή: Φτήνυναν οι μελιτζάνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… … Dictionary of Greek
φθηναίνω — Ν βλ. φτηναίνω … Dictionary of Greek
φτήνια — και φθήνια, η, Ν 1.η ιδιότητα τού φτηνού 2. μτφ. ευτέλεια («φτήνια τών συναισθημάτων») 3. παροιμ. «η φτήνια τρώει τον παρά» δηλώνει ότι τα προϊόντα που πωλούνται σε μικρές τιμές μπορεί να φαίνονται οικονομικά, τελικά όμως στοιχίζουν περισσότερο… … Dictionary of Greek
χαμηλώνω — Ν [χαμηλός] 1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του 2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω 3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση») 4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω,… … Dictionary of Greek